αυνανίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αυνανίζομαι κύριο όνομα Αυνάν, γιος του Ιούδα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αυνανίζομαι
✦ προκαλώ και ικανοποιώ τη γενετήσια ορμή με τεχνητό ερεθισμό, μαλακίζομαι
✦ (μτφ. ) περνώ άσκοπα τον καιρό μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–