αστείος


αστείος
Προφορά

Ετυμολογία
αστείος αρχαία ελληνική ἀστεῖος

Ερμηνεία
αστείος

✦ -εία, -είο επίθ. (Κ -εία, -είον) διασκεδαστικός, κωμικός, χωρατατζής
✦ γελοίος: είναι αστείος με τις καυχησιές του
✦ ασήμαντος, ανάξιος λόγου: τα κέρδη είναι αστεία
✦ το ουδ. αστείο ως ουσ., λόγος ή πράξη που προκαλεί θυμηδία

Συνώνυμα

Αντίθετα
σοβαρός, βαρύς ,σημαντικός, αξιόλογος
Επιρρήματα
αστεία (Κ αστείως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.