ασταύρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασταύρωτος ἀ στερητικό + σταυρωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασταύρωτος -η, -ο
✦ που δεν σταυρώθηκε, δεν βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο σταυρό
✦ που δεν διασταυρώθηκε, δε σχημάτισε σταυρό με κάτι άλλο: ασταύρωτα χέρια
✦ (μτφ. ) ανενόχλητος, που δεν υπέστη φορτικές ενοχλήσεις: κανέναν δεν άφησε ασταύρωτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–