ασταχυολόγητος
Προφορά
Ετυμολογία
ασταχυολόγητος ἀ στερητικό + σταχυολογώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασταχυολόγητος -η, -ο
✦ που δεν σταχυολογήθηκε, δεν αποθησαυρίστηκε: παροιμίες ασταχυολόγητες
✦ ο από τον οποίο δεν έγινε σταχυολόγηση: ποιητής ασταχυολόγητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–