αστασίαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αστασίαστος αρχαία ελληνική ἀστασίαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αστασίαστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν στασιάζει ή δεν στασίασε
✦ ο αποδεκτός χωρίς αντίθετη γνώμη των ειδικών: ερμηνεία αστασίαστη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αστασίαστα (Κ αστασιάστως)