αστασία


αστασία
Προφορά

Ετυμολογία
αστασία μεταγενέστερη ελληνική ἀστασία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αστασία

✦ αστάθεια |(ιατρ.) η ανικανότητα για ορθοστασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.