αστέγαστος


αστέγαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αστέγαστος αρχαία ελληνική ἀστέγαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστέγαστος -η, -ο

✦ ο χωρίς στέγη, ασκέπαστος
✦ που δεν έχει σπίτι

Συνώνυμα
ανέστιος
Αντίθετα
στεγασμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.