αριβιστικός


αριβιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αριβιστικός από το └ουσ┘ αριβίστας

Ερμηνεία
επίθετο┘ αριβιστικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός του αριβίστα: αριβιστική τακτική

Συνώνυμα
τυχοδιωκτικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.