αριθμός
Προφορά
Ετυμολογία
αριθμός αρχαία ελληνική ἀριθμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αριθμός
✦ το ποσό που προκύπτει από τη μέτρηση ομοειδών μονάδων
✦ αριθμητικό ψηφίο
✦ (γραμμ.) μορφή κλιτού μέρους του λόγου που εκφράζει το ένα (ενικός) ή τα πολλά (πληθυντικός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–