αρθρογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
αρθρογράφος άρθρον + γράφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αρθρογράφος
✦ συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας ή περιοδικού, που γράφει άρθρα, και ιδ. αυτός που γράφει τα κύρια άρθρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–