αρθρωτός


αρθρωτός
Προφορά

Ετυμολογία
αρθρωτός από το ρ. αρθρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρθρωτός -ή, -ό

✦ ο συνδεόμενος με αρθρώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.