αξιαζούμενος


αξιαζούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
αξιαζούμενος μτχ. του μεσαιωνική ελληνική ρ. ἀξιάζω

Ερμηνεία
αξιαζούμενος

✦ -η, -ο ως επίθ. άξιος, ικανός, εργατικός: άνθρωπος αξιαζούμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.