αξημέρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αξημέρωτος ἀ στερητικό + ξημερώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξημέρωτος -η, -ο
✦ ο χωρίς ξημέρωμα: νύχτα αξημέρωτη (η ατέλειωτη)
✦ που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αξημέρωτα, πριν ξημερώσει, χαράματα:έφτασε αξημέρωτα