αξεσουάρ


αξεσουάρ
Προφορά

Ετυμολογία
αξεσουάρ └γαλλ┘ accesoire

Ερμηνεία
αξεσουάρ

✦ άκλ. ουσ. η λ. αναφέρεται στα συμπληρωματικά εξαρτήματα της αμφίεσης
✦ (τεχν.) βοηθητικά εξαρτήματα ιδ. αυτοκινήτου που μπαίνουν πρόσθετα στο κύριο σώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.