αξεσήκωτος


αξεσήκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεσήκωτος ἀ στερητικό + ξεσηκώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεσήκωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν ξεσηκώθηκε, δεν επαναστάτησε
✦ αυτός που δεν τον έχουν αντιγράψει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.