αξεμάτιαστος


αξεμάτιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεμάτιαστος ἀ στερητικό + ξεματιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεμάτιαστος -η, -ο

✦ που δεν ξεματιάστηκε, δεν έχει απαλλαγεί από μάτιασμα: τη συμβούλεψαν να μην αφήσει το παιδί αξεμάτιαστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.