αξεδιάλυτος
Προφορά
Ετυμολογία
αξεδιάλυτος ἀ στερητικό + ξεδιαλύνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξεδιάλυτος -η, -ο
✦ που δεν ξεδιαλύθηκε, δεν ξεμπλέχτηκε
✦ (μτφ. ) ανεξήγητος, ανεξιχνίαστος: αξεδιάλυτο μυστήριο – μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξεδιαλυμένος
Επιρρήματα
αξεδιάλυτα