αξεδίψαστος


αξεδίψαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεδίψαστος ἀ στερητικό + ξεδιψώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεδίψαστος -η, -ο

✦ που δεν ξεδίψασε
(μτφ. ) ακόρεστος, άπληστος: πάθος αξεδίψαστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αξεδίψαστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.