αξαγόρευτος


αξαγόρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αξαγόρευτος ἀ στερητικό + ξαγορεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξαγόρευτος -η, -ο

✦ που δεν εξομολογήθηκε σε παπά τις αμαρτίες του
✦ (συνεκδ.) αμετανόητος, αδιόρθωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.