αξάφριστος


αξάφριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξάφριστος ἀ στερητικό + ξαφρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξάφριστος -η, -ο

✦ που δεν του αφαιρέθηκε ο αφρός: ζουμί αξάφριστο
✦ αυτός που δεν τον ξάφρισαν, δεν του έκλεψαν χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.