ανώτερος


ανώτερος
Προφορά

Ετυμολογία
ανώτερος αρχαία ελληνική ἀνώτερος, συγκρ. τύπος από το επίρρημα ἄνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανώτερος -η, -ο

✦ που βρίσκεται ψηλότερα από άλλον: ανώτερο στρώμα εδάφους
✦ αυτός που βρίσκεται υψηλότερα από άλλον κατά τάξη ή αξίωμα: ανώτερο δικαστήριο – ανώτεροι αξιωματικοί
✦ εκλεκτός, ξεχωριστός: ανώτερος άνθρωπος
✦ ανωτέρα βία, βία ή ανάγκη που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος – ανωτέρα διαταγή, η διαταγή που εκδίδεται από ανώτερη δημόσια αρχή – φρ. και εις ανώτερα, ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία· αλλά και ειρων. για περίπτωση ατυχίας
✦ φρ. άνθρωπος ανώτερος χρημάτων, που δεν δελεάζεται από χρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανωτέρω, πιο πάνω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.