ανωφέλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανωφέλευτος ἀ στερητικό + ωφελώ
Ερμηνεία
ανωφέλευτος
✦ κ. ανωφέλετος, -η, -ο επίθ. ανώφελος, άχρηστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανωφέλε(υ)τα, χωρίς όφελος, μάταια:τα σχέδια της ζωής σου, που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις (Κ. Καβάφης)