ακαθαγίαστος


ακαθαγίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαθαγίαστος ἀ στερητικό + καθαγιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαθαγίαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν αγιάστηκε με την πρέπουσα θρησκευτική τελετή: ναός ακαθαγίαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.