ακαθέλκυστος


ακαθέλκυστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαθέλκυστος ἀ στερητικό + καθελκύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαθέλκυστος -η, -ο

✦ για πλοίο, που δεν έχει συρθεί από τη σχάρα του ναυπηγείου στη θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.