ακάλεστος


ακάλεστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακάλεστος μεταγενέστερη ελληνική ἀκάλεστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακάλεστος -η, -ο

✦ όχι καλεσμένος, που δεν έχει προσκληθεί: ήρθε ακάλεστος στο δείπνο
✦ (και για καταστάσεις): μα ήρθε μια ακάλεστη στιγμή και μια αναπάντεχη ώρα (Ι. Ζερβός)

Συνώνυμα
απροσκάλεστος, απρόσκλητος, αυτόκλητος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.