ακάθαρτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακάθαρτος αρχαία ελληνική ἀκάθαρτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακάθαρτος -η, -ο
✦ όχι καθαρός, λερωμένος
✦ ο ανάμεικτος με άλλες ουσίες: ακάθαρτο πετρέλαιο
✦ (μτφ. ) φαύλος, αχρείος
✦ ακάθαρτο πνεύμα, ο σατανάς
Συνώνυμα
ακαθάριστος, άπλυτος, βρόμικος
Αντίθετα
αλέρωτος, καθαρός, παστρικός
Επιρρήματα
ακάθαρτα (Κ ακαθάρτως)