αγκυλωτός
Προφορά
Ετυμολογία
αγκυλωτός αρχαία ελληνική ἀγκυλωτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγκυλωτός -ή, -ό
✦ κυρτός, καμπυλωτός, σε σχήμα αγκύλης
✦ αγκυλωτός σταυρός, σχήμα σταυρού με άκρα που σχηματίζουν ορθές γωνίες, σύμβολο των ναζί, η σβάστικα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–