αγκούσα


αγκούσα
Προφορά

Ετυμολογία
αγκούσα └βενετ┘ angossa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγκούσα

✦ δύσπνοια, πνιγμονή
(μτφ. ) στενοχώρια
✦ εφιάλτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.