αγιαστήρα
Προφορά
Ετυμολογία
αγιαστήρα μεσαιωνική ελληνική ἁγιαστούριν
Ερμηνεία
αγιαστήρα
✦ δέσμη από βασιλικό με την οποία ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με αγιασμένο νερό: μα ο παπάς την αγιαστούρα παίρνει ευτύς και τον ξορκίζει (Π. Νιρβάνας)
✦ το σκεύος που περιέχει το αγιασμένο νερό στο οποίο ο ιερέας βουτά τη δέσμη από βασιλικό και ραντίζει τους πιστούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–