αγίνωτος


αγίνωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αγίνωτος ἀ στερητικό + γίνομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγίνωτος -η, -ο

✦ ανέτοιμος, που δεν έγινε ακόμα
✦ (για καρπούς) άγουρος, που δεν είναι στην ώρα του

Συνώνυμα
αγούρμαστος, ανωρίμαστος
Αντίθετα
γινωμένος, ώριμος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.