ίμερος


ίμερος
Προφορά

Ετυμολογία
ίμερος αρχαία ελληνική ἵμερος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ίμερος

✦ πόθος, λαχτάρα
✦ (ιδ.) η ερωτική επιθυμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.