άκαιρος


άκαιρος
Προφορά

Ετυμολογία
άκαιρος αρχαία ελληνική ἄκαιρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άκαιρος -η, -ο

✦ ο συντελούμενος σε ακατάλληλο χρόνο: άκαιρο διάβημα
✦ πρόωρος: άκαιρος τοκετός

Συνώνυμα
ανεπίκαιρος, παράκαιρος
Αντίθετα
επίκαιρος, έγκαιρος
Επιρρήματα
άκαιρα (Κ ακαίρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.