άγκυρα


άγκυρα
Προφορά

Ετυμολογία
άγκυρα αρχαία ελληνική ἄγκυρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άγκυρα

✦ βαρύ, σιδερένιο όργανο, αγκυλωτό που, δεμένο με αλυσίδα, αφήνεται να βυθιστεί στη θάλασσα, για το άραγμα των πλοίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.