wilful


wilful
Προφορά

{‘wılfəl}

(Ουσιαστικό)
● ισχυρογνώμων
● πείσμων

(Επίθετο)
● ξεροκέφαλος
● αυθαίρετος
● πεισματάρης
● σκόπιμος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.