wigwam Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply wigwamΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/wigwam.mp3{‘wıgwɒm} (Ουσιαστικό)● καλύβη ερυθρώδερμου της αμερικής Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση