washer


washer
Προφορά

{‘wɒʃər}

(Επίθετο)
● στεγανωτικός δακτύλιος εκ δέρματος

(Ουσιαστικό)
● κοινώς παξιμάδι
● σφιγκτικός δακτύλιος εκ δέρματος
● μηχανή πλύσεως
● μηχανή πλύσης
● ροδέλα
● πλύντης

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.