washer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply washerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/washer.mp3{‘wɒʃər} (Επίθετο)● στεγανωτικός δακτύλιος εκ δέρματος (Ουσιαστικό)● κοινώς παξιμάδι● σφιγκτικός δακτύλιος εκ δέρματος● μηχανή πλύσεως● μηχανή πλύσης● ροδέλα● πλύντης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση