ward


ward
Προφορά

{wɔ:rd}

(Επίθετο)
● κηδεμονευόμενος

(Ουσιαστικό)
● πτέρυγα
● τμήμα πόλεως
● κηδεμονευόμενος
● τμήμα νοσοκομείου

(Ρήμα)
● φρουρώ
● φυλάσσω από

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.