ward Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply wardΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/ward.mp3{wɔ:rd} (Επίθετο)● κηδεμονευόμενος (Ουσιαστικό)● πτέρυγα● τμήμα πόλεως● κηδεμονευόμενος● τμήμα νοσοκομείου (Ρήμα)● φρουρώ● φυλάσσω από Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση