stucco


stucco
Προφορά

{‘stʌkəʋ}

(Ουσιαστικό)
● στόκος
● μαρμαροκονία
● σκυρόδερμα

(Ρήμα)
● καλύπτω με στόκο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.