stucco Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply stuccoΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/stucco.mp3{‘stʌkəʋ} (Ουσιαστικό)● στόκος● μαρμαροκονία● σκυρόδερμα (Ρήμα)● καλύπτω με στόκο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση