standing


standing
Προφορά

{‘stændıŋ}

(Επίθετο)
● ακάθιστος
● διαρκής
● ιστάμενος
● μόνιμος

(Ουσιαστικό)
● διάρκεια
● θέση
● ορθοστασία
● στάση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.