standing Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply standingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/standing.mp3{‘stændıŋ} (Επίθετο)● ακάθιστος● διαρκής● ιστάμενος● μόνιμος (Ουσιαστικό)● διάρκεια● θέση● ορθοστασία● στάση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση