standard


standard
Προφορά

{‘stændərd}

(Επίθετο)
● καθιερωμένος
● κανονικός
● κριτήριος
● πρότυπος
● σταθερός

(Ουσιαστικό)
● κανών
● μέτρο
● πρότυπο
● φλάμπουρο
● σημαία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.