sock


sock
Προφορά

{sɒk}

(Ουσιαστικό)
● δυνατό χτύπημα
● κοντή κάλτσα
● δυνατό κτύπημα
● κάλτσα ανδρική
● πάτος

(Ρήμα)
● χτυπώ δυνατά
● κτυπώ δυνατά

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.