Sol Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply SolΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/Sol.mp3{sɒl} (Κύριο ουσιαστικό)● Ήλιος● – σύντομο του ‘Solomon’ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση