rent


rent
Προφορά

{rent}

(Ουσιαστικό)
● σχίσιμο
● σχίσμα
● ενοίκιο
● νοίκι
● μίσθωμα

(Ρήμα)
● ενοικιάζω
● ενοικιάζομαι
● μισθώνω
● – αόρ. του ‘rend’

└[Εκφράσεις]┘
● for rent = νοικιάζεται

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.