rent Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply rentΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/r/rent.mp3{rent} (Ουσιαστικό)● σχίσιμο● σχίσμα● ενοίκιο● νοίκι● μίσθωμα (Ρήμα)● ενοικιάζω● ενοικιάζομαι● μισθώνω● – αόρ. του ‘rend’ └[Εκφράσεις]┘● for rent = νοικιάζεται Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση