pencil Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pencilΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pencil.mp3{‘pensəl} (Ουσιαστικό)● μολυβδοκόνδυλο● κονδύλιο● μολύβι (Ρήμα)● σχεδιάζω● σημειώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση