pen


pen
Προφορά

{pen}

(Ουσιαστικό)
● πένα
● πέννα
● στυλό
● γραφίς
● μαντρί
● μάνδρα

(Ρήμα)
● γράφω
● εγκλείω
● μανδρίζω

└[Εκφράσεις]┘
● J pen = είδους στύλου

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.