αντικόβω


αντικόβω
Προφορά

Ετυμολογία
αντικόβω αρχαία ελληνική ἀντικόπτω

Ερμηνεία
ρήμα αντικόβω

✦ διακόπτω κάποιον που μιλάει
✦ (γεν.) διακόπτω τη συνέχεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.