αντίδωρο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίδωρο μεταγενέστερη ελληνική ἀντίδωρον
Ερμηνεία
αντίδωρο
✦ (Κ αντίδωρον) δώρο αντί άλλου δώρου
✦ κομμάτι αγιασμένου άρτου, που προσφέρεται στους εκκλησιαζόμενους αντί των θείων δώρων (της αγίας κοινωνίας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–